1. ρίχνομαι, πέφτω ἐπάνω, ἐπιπίπτω, ἐπιτίθεμαι / σηκώνομαι, ἐνσκήπτω (о ветре и т. п.):
налетел ураган ἐνέσκηψε καταιγίδα· налетело много комаров μαζεύτηκαν (или μπήκαν) πολλά κουνούπια· в окно налетело много пыли ἀπό τό παράθυρο μπήκε πολλή σκονή·
2.перен (наталкиваться) разг τρακάρω, πέφτω πάνω:
\~ на столб πέφτω πάνω στό τηλεγραφόξυ-λο·
3. (нападать) ἐπιτίθεμαι:
кониица налетела с фланга τό ίππικό ἐπιτέθηκε ἀπό τά πλάγια.