\~ из окна προβάλλω ἀπό τό παράθυρο· \~ из-за занавески κυττάζω πίσω ἀπό τήν κουρτίνα· солнце выглянуло из-за туч ὁ ήλιος φάνηκε (или πρόβαλε) μέσα ἀπ' τά σύννεφα.
выглядывать, выглянуть 1) παρατηρώ, κοιτάζω (έξω) 2) (показаться) βγαίνω, προβάλλω \~из окна προβάλλω απ' το παράθυρο солнце выглянуло из-за туч о ήλιος βγήκε από τα σύννεφα