плохая \~ ἡ κακή συνήθεια, ἡ κακή ἐξις· это вошло у него в \~ку τοῦ ἐγινε συνήθεια, τό πήρε συνήθειο· по \~ке ἀπό συνήθεια· иметь \~ку ἔχω τή συνήθεια· дело \~ки ζήτημα συνήθειας.
привычка ж η συνήθεια, το συνήθιο* войти в \~у το παίρνω συνήθιο, μου γίνεται συνήθεια να...· приобрести \~у συνηθίζω· у меня \~ έχω συνήθιο· по \~е από συνήθεια