\~ чем-л. διευθύνω κάτι· кто здесь \~ается? ποιος κάνει κουμάντο ἐδῶ;-в доме она всем \~ается στό σπίτι κάνει αὐτή κουμάντο σέ ὅλα· он \~ается, как у себя дома δίνει διαταγές σάν νά εἶναι στό σπίτι του·
3. (деньгами, временем и т. п.) διαθέτω, ἔχω στή διάθεση μου: