хотелось бы мне узнать... θάθελα νά μάθω...· узнайте, пожалуйста, о ее здоровье σας παρακαλώ νά πληροφορηθείτε γιά τήν ὑγεία της· я хочу узнать, дома ли он? θέλω νά μάθω ἄν εἶναι στό σπίτι· об этом могут узнать μπορεί νά τό μάθουν
2. (знакомого, знакомое) (ἀνα)γνωρίζω:
\~ старого друга (ἀνα)γνωρίζα> παληό φίλο· его нельзя \~ Εγινε ἀγνώριστος·
теперь я его лучше узнал τώρα τόν ἔμαθα καλλίτερα· нам нужно лучше узнать друг друга πρέπει νά γνωριστούμε καλλίτερα, πρέπει νά μάθουμε καλλίτερα ὁ ἔνας τόν ἀλλον