они (н)их, (н)им, (н)ими, о них) αυτοί, αυτές, αυτά· они там ' будут (αυτοί) θα είναι εκεί· это сделали мы. а не они το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι· их не было дома έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι* мы были у них ήμαστε σ'αυτούς* я им напишу θα τους γράψω γράμμα* пойдём к ним πάμε σ'αυτούς, πάμε να τους δούμε· перевод сделан ими τη μετάφραση την κάνανε αυτοί* пойдём с ними πάμε μαζί τους, πάμε μ'αυτούς; я узнал о них много интересного έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι'αυτούς