м αὐτός πού παίρνει μέρος, ὁ συμμέτοχος/ ὁ συνένοχος, ὁ συνεργός (сообщиик)/ τό μέλος (организации, экспедиции и т. п.)/ ὁ μέτοχος, ὁ συνέταιρος (в пае и т. п.):
\~и съезда τά μέλη τοῦ συνεδρίου, οἱ σύνεδροι· \~ игры ὁ παίκτης· \~ войны а) ὁ πολεμιστής, ὁ παλαίμαχος, б) (о стране) ὁ ἐμπόλεμος· \~ заговора ὁ συνωμότης· \~ экспедиции τό μέλος τής ἀποστολής· быть \~ом чего-л. παίρνω μέρος σέ κάτι· \~ соревнования а) спорт. ὁ συμμετέχων στους ἀγώνες, б) (трудового) οἱ ἀμιλλώμενοι.