\~л ять деньги на что-л. χρησιμοποιώ τά χρήματα γιά κάτι· \~лять непонятное слою μεταχειρίζομαι ἀκατάληπτη λεξη· \~лять что-л. в пищу μεταχειρίζομαι κάτι στό φαγητό· \~лять (доверие) во зло ἐκμεταλλεύομαι τήν ἐμπιστοσύνη γιά κακούς σκοπούς· \~лять все средства μεταχειρίζομαι (или χρησιμοποιώ) ὅλα τά μέσα \~литься χρη-σηιοποιούμαι:
это слово теперь не \~ля-ется αὐτή ἡ λέξη δέν χρησιμοποιείται πλέον.