2. (в какое-л. состояние) πέφτω, ἐμπίπτω, περιπίπτω:
\~ в отчаяние ἀπελπίζομαι, πέφτω σέ ἀπελπισία·
3. (вваливаться\~ о щеках и т. п.) κοιλαίνο-μαι, εἶμαι κοίλος· ◊ \~ в немилость πέφτω σέ δυσμένειά \~ в детство ξανα-μωραίνομαι· \~ в ошибку πέφτω σέ σφάλμα, κάνω λάθος· \~ в противоречие ἔρχο-μαι σέ ἀντίφαση (или ἀντίθεση), ἀντιφάσκω.