\~ в моду καθιερώνω, ἐγκαινιάζω; \~ в употребление βάζω σέ χρήση, ἐφαρμόζω; \~ в действие θέτω σέ ἐνέργεια; \~ в эксплуатацию ἀρχίζω νά ἐκμεταλλεύομαι ἐπιχείρηση;
3. (вовлекать, ввергать)ра^(о σέ:
\~ в излишние расходы βάζω σέ περιττά ?ξοδα \~ в заблуждение ἀποπλανώ, παραπλανώ; ◊ \~ кого-л. в курс чего-л. κάνω (или καθιστώ) ἐνήμερο, ἐνημερώνω, κατατοπίζω κάποιον \~ кого-л. во владение юр. καθιστώ κάτοχο.