\~ план καταστρώνω σχέδιο· \~ протокол συντάσσω πρακτικό· \~ словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·
3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:
\~ предложение σχηματίζω πρόταση· \~ определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \~ кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·
4. (представлять, являться) ἀποτελώ:
\~ исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \~ себе состояние σχηματίζω περιουσία· \~ компанию кому-л. κάνω κάποιου παρέα \~литься σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι.